- υπουργικός
- -ή, -ό / ὑπουργικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ὑπουργός]νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπουργό (α. «υπουργική απόφαση» β. «υπουργικός θώκος»)2. φρ. «υπουργικό συμβούλιο» — το σύνολο τών υπουργών τής κυβέρνησηςμσν.-αρχ.1. αυτός που προσφέρει εξυπηρέτηση, που βοηθάει («πῶς οὐκ εἰσὶ τῶν φθορίμων πραγμάτων τὰ ἄφθαρτα ὑπουργικά;», Ιουστίν.)2. υπηρετικός, δουλικός («γένος ὑπηρετικὸν καὶ ὑπουργικὸν τοῑς κρείττοσι», Ιουλιαν.)επίρρ...υπουργικώς / ὑπουργικῶς ΝΜΑ, και υπουργικά Ννεοελλ.με τρόπο που ταιριάζει σε υπουργόμσν.-αρχ.με τρόπο που ταιριάζει σε κατώτερο σε σχέση με κάποιον άλλο («καταβέβηκα, ἔφηαὐθαιρετικῶς, φησιν, οὐχ ὑπουργικῶς», Δίδ.).
Dictionary of Greek. 2013.